εμπολέμιος — ἐμπολέμιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο 2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ ἐφεξῆς τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.) 3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.) 4. (το … Dictionary of Greek
ἐμπολέμιον — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem acc sg ἐμπολέμιος pertaining to war neut nom/voc/acc sg ἐμπολεμέω wage war in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐμπολεμέω wage war in imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολεμίοις — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut dat pl ἐμπολεμέω wage war in pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολεμίου — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολεμίων — ἐμπολέμιος pertaining to war masc/fem/neut gen pl ἐμπολεμέω wage war in pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολέμια — ἐμπολέμιος pertaining to war neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)